σάρκινος

σάρκινος
σάρκ-ῐνος, η, ον,
A of or like flesh, fleshy, σ. ὄζος (v. ὄζος) σ. [μέρη] fleshy parts, such as the gums, Arist.HA 493a1; made of flesh (and blood), Id.EN1117b5; ἄνθρωποι θνατοὶ καὶ ς. Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Phld.D.3 Fr.6, Sign.34; σ. ἰχθῦς (opp. a dream) Theoc.21.66; τοῖς τὸ χρήσιμον καὶ σ. καὶ ὠφέλιμον [ἔχουσι τῶν λόγων] substantial, Plu.2.79c.
2 made of gut,

σχοινία PLond.3.1177.169

(ii A.D.).
3 fleshly, of the flesh, Ep. Hebr.7.16, v.l. in Ep.Rom.7.14.
II fleshy, corpulent, Ar.Fr.711, Eup.387;

σώματα Pl.Lg.906c

.
III σάρκινος ἤτοι γυργαθός, perh. = σαργάνη 2, Edict.Diocl.32.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάρκινος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκινος — η, ο / σάρκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από σάρκα ή ο όμοιος με σάρκα, ο σαρκώδης («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος παρίσθμιον, τὸ δὲ πολυφυὲς οὖλον σάρκινα δὲ ταῡτα», Αριστοτ.) μσν. φρ. «σάρκινος ἤτοι γυργαθός» πιθ. καλάθι, σαργάνη*… …   Dictionary of Greek

  • σαρκίνων — σάρκινος of fem gen pl σάρκινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνως — σάρκινος of adverbial σάρκινος of masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκινον — σάρκινος of masc acc sg σάρκινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίναις — σάρκινος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνη — σάρκινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνην — σάρκινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνης — σάρκινος of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνοις — σάρκινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνου — σάρκινος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”